• Λιχτενστάιν (63.267 ευρώ),
  • Ελβετία (42.142),
  • Ισλανδία (33.399),
  • Λουξεμβούργο (30.499),
  • Νορβηγία (29.407),
  • Δανία (24.493),
  • Αυστρία (22.597),
  • Γερμανία (22.239),
  • Σουηδία (21.764),
  • Μεγάλη Βρετανία (20.857).
  •   Όπως φαίνεται από την κατάταξη, υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση ανά χώρα όσον αφορά στο διαθέσιμο ποσό των καταναλωτών για αγορές. Αρκετά υψηλότερα από τις υπόλοιπες χώρες, το Λιχτενστάιν παρουσιάζει αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο ύψους 63.267 ευρώ, ποσοστό κατά 350% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με 42.142 ευρώ κατά κεφαλήν, η Ελβετία έρχεται στη δεύτερη θέση, με τους κατοίκους της να διαθέτουν περισσότερο από το τριπλάσιο μέσο διαθέσιμο ευρωπαϊκό εισόδημα. Και οι υπόλοιπες χώρες στην κατάταξη παρουσιάζουν αγοραστική δύναμη που υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 1,5 φορές ή και περισσότερο. Δεκαεπτά χώρες έχουν υψηλότερη από την μέση αγοραστική δύναμη, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, η οποία μόλις υπερβαίνει τον μέσο όρο με 14.080 ευρώ ανά άτομο. Αντιθέτως, 25 χώρες παρουσιάζουν αγοραστική δύναμη κάτω του μέσου όρου ανά κάτοικο. Στις λιγότερο εύπορες χώρες που εξετάζει η μελέτη, οι κάτοικοι διαθέτουν μόλις 949 ευρώ ανά άτομο και λιγότερο από 7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Για παράδειγμα, η Ουκρανία διαθέτει μόλις το ένα εξηκοστό έκτο της αγοραστικής δύναμης ανά κάτοικο που διατίθεται από τους κατοίκους του Λιχτενστάιν.

     Σύμφωνα με τη GfK, μικρές ανακατατάξεις σημειώθηκαν μεταξύ των 10 πρώτων χωρών σε σύγκριση με πέρυσι, κυρίως λόγω των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το Λουξεμβούργο και η Νορβηγία υποχώρησαν από μία θέση στην τέταρτη και πέμπτη αντίστοιχα, ενώ η Ισλανδία έφτασε την τρίτη θέση, δύο θέσεις υψηλότερα από το 2016. Εναλλαγή θέσεων παρουσίασαν η Γερμανία και η Σουηδία, με τη Γερμανία να βρίσκεται στην όγδοη θέση.