Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Τι κρύβεται πίσω από το ράλι στα ελληνικά ομόλογα

Δύο εβδομάδες μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των διαδικασιών του
swap των 25 δισ. ευρώ, το spreadτων δεκαετών ομολόγων έπεσε κάτω από τις 400 μονάδες βάσεις, αγγίζοντας πλέον τα προ κρίσης επίπεδα.

Η διολίσθηση αυτή, όπως υποστηρίζεται από την πλειονότητα των αναλυτών, αναμένεται να συνεχιστεί, διαμορφώνοντας συνθήκες που θέτουν δίλημμα επίσπευσης εκδόσεων ομολόγων που είναι προγραμματισμένα για τις αρχές του 2018 στην ηγεσία του ΥΠΟΙΚ.

Όπως εκτιμάται αρμοδίως, το όριο στο οποίο το ΥΠΟΙΚ θα πρέπει να σκεφτεί άμεσα την υλοποίηση της επόμενης έκδοσης είναι όταν η απόδοση του δεκαετούς διολισθήσει κάτω των 380 μονάδων βάσης.

Οι δύο βασικοί λόγοι της ταχύτερης του αναμενομένου βελτίωσης των τιμών είναι οι εξής: η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης στο τεχνικό επίπεδο και η ισχυρή ανταπόκριση της αγοράς στην πρόσκληση του ΟΔΔΗΧ για το swapτων 25 δισ. ευρώ.

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, δηλαδή την κάλυψη σε ποσοστό 86% του swap, οι αναλύσεις των τραπεζών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι έχει προκαλέσει μια αυξημένη θετική πίεση στην αγορά, εξαιτίας του γεγονότος ότι έχει δημιουργηθεί μια μικρή μεν, αλλά με επαρκή ρευστότητα αγορά, που υποστηρίζεται από συγκριτικά υψηλές αποδόσεις για τα δεδομένα της Ευρωζώνης.
Το γεγονός, δε, ότι αυτή η σχετικά "μικρή" αγορά παρουσιάζεται σε συνθήκες όπου οι εξελίξεις αυξάνουν σταθερά τη βεβαιότητα ομαλής ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης, σε ένα περιβάλλον με πολύ μεγάλη "δίψα" για αποδόσεις, κάνει τις αγορές να βάζουν σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει ακόμη εκτός του QE...

Τραπεζικός παράγοντας με εμπειρία στην αγορά ομολόγων, στον οποίο απευθύνθηκε το "Κ", σχολίασε την εξέλιξη αυτή ως ιδιαίτερα ευνοϊκή, υποστηρίζοντας ότι "σε έναν βαθμό θα μπορούσε να πει κανείς ότι η στάση των αγορών στο swap δείχνει ότι το QE τελικά δεν είναι απαραίτητος όρος για τη σταδιακή επιστροφή (σ.σ.: στις αγορές), όταν αυτές χωρίς το QE αξιολογούν με τον τρόπο αυτό τα ελληνικά ομόλογα και τον εκδότη τους...".

Η εικόνα του χρέους 
Βέβαια, όπως όλοι παραδέχονται, η συμπεριφορά των αγορών θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αναστραφεί είτε από κάποιο πολιτικό γεγονός στο εσωτερικό είτε από κάποια εξέλιξη αρνητική στον διεθνή χώρο.

Ενδεικτικό ενός τέτοιου ενδεχομένου είναι αυτό που είχε συμβεί με τη δεύτερη έκδοση του ομολόγων τον Ιούνιο το 2014, όταν η κατάρρευση της Banco Espirito Santo (BES) στην Πορτογαλία παρ' ολίγον να οδηγήσει σε ακύρωση της έκδοσης του τριετούς ομολόγου που είχε εξαγγελθεί. Βέβαια, ήδη το πολιτικό περιβάλλον στην Ελλάδα τότε, μετά τις ευρωεκλογές, είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια αβεβαιότητας και η κατάρρευση της BES ήρθε απλώς να επιδεινώσει ένα ήδη αβέβαιο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον.

Η "εμπειρία" αυτή δεν έχει σβηστεί από τη μνήμη των αγορών, όσο και αν συγκυριακά το κλίμα φαίνεται να βελτιώνεται με ταχύτατους ρυθμούς στην Ελλάδα.
Θα ήταν διαφορετικά, βέβαια, αν "επισπεύδουσα" της βελτίωσης αυτής ήταν μια απόφαση της ΕΚΤ να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο QE. Κάτι τέτοιο, όμως, ακόμη δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Και οπωσδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει σχετική ένδειξη πριν από το Eurogroupτης 22ας Ιανουαρίου, οπότε θα επιβεβαιωθεί η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης και θα ξεκινήσει η διαδικασία εκταμίευσης μιας δόσης η οποία θα είναι σημαντικά πάνω από τα 5,5 δισ. ευρώ, που ήταν αρχικά προγραμματισμένη.

Η έναρξη της διαδικασία αυτής, σε συνδυασμό με την εκκίνηση της συζήτησης για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους με το πακέτο μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης παρέμβασης, όπως είχε συμφωνηθεί στο Eurogroup Μαΐου- Ιουνίου, θα μπορούσε, σύμφωνα με εκτιμήσεις κοινοτικών αξιωματούχων, να δώσει τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να προχωρήσει σε μια νέα εκτίμηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και την ένταξη των ομολόγων στο QE. Αυτές, όμως, είναι διαδικασίες που χρονικά τοποθετούνται στα τέλη του πρώτου τριμήνου του 2018.

Οι επιφυλάξεις του ΔΝΤ και οι "λύσεις" του ESM
Κοινοτικοί αξιωματούχοι που παρακολουθούν τις εξελίξεις στη συμπεριφορά των αγορών απέναντι στο ελληνικό χρέος, σχολιάζοντας την ενδεχόμενη στάση του ΔΝΤ στο άμεσο μέλλον και την προοπτική να επιμείνει σταθερά στις απαιτήσεις για ισχυρή και άμεση ελάφρυνση στο χρέος, θεωρούν ως πολύ πιθανή την άμεση εξαγορά του υπολοίπου του δανείου του ΔΝΤ (περί τα 12 δισ. ευρώ) από τον ESM. To δάνειο αυτό επιβαρύνεται με επιτόκιο που συνολικά καταλήγει να είναι λίγο πάνω από το 3,5%, όταν τα δάνεια από τον ESM μετά την αναδιάρθρωση των βραχυπρόθεσμης παρέμβασης μέτρων "δουλεύουν" με επιτόκια της τάξης του 1,6%-1,8% μακροπρόθεσμα.

Το δάνειο του ΔΝΤ, που εξυπηρετείται κανονικά, λήγει το 2024, γεγονός που σημαίνει ότι η αντικατάστασή του από ένα χαμηλότοκο δάνειο μακροπρόθεσμης διάρκειας από τον ESM οδηγεί σε μια περαιτέρω ελάφρυνση της βραχυμεσοπρόθεσμης διάρκειας του ελληνικού χρέους κατά μέσο όρο με περίπου 2 δισ. ευρώ ετησίως, ήτοι περίπου 1% του ΑΕΠ ετησίως.
Μια τέτοια παρέμβαση μειώνει ως ποσοστό του ΑΕΠ την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους για τα επόμενα δέκα χρόνια –αν στο μεταξύ δεν αυξηθεί ο όγκος του στο διάστημα αυτό με νέο δανεισμό– σε επίπεδα που είναι από τα χαμηλότερα της Ευρωζώνης. 


capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου