Σ΄ ένα απόμερο στενάκι στον Κολωνό ένα εστιατόριο,
σαν αυτά που είχαμε αρκετά στο Λουτράκι πριν πολλά-πολλά χρόνια, πέρα από τα
σπιτικά μαγειρευτά φαγητά είχε και ασύλληπτα όμορφα παλιά τραγούδια. Οι πελάτες
κλασικοί τύποι, που οι φιγούρες τους αντέχουν στο χρόνο και με μιας λες. Άνθρωποι της ταβέρνας!
Και να σχολιάζουν τα
τραγούδια μιας και κάθε τραγούδι που ακουγόταν κάποιος είχε κάτι να θυμηθεί και
να το συνδυάσει με το τραγούδι ή με τον/την τραγουδιστή/τρια. Φεύγοντας ανακάλυψα
πως τα τραγούδια τα διάλεγαν οι πελάτες από το τζουκ μποξ που υπήρχε.
Πλησίασα και διάβασα
πως με ένα ευρώ έχεις επιλογή σε 4 τραγούδια. Άσε τα τραγούδια σε δισκάκια 45
στροφών. Διαλεγμένα ένα προς ένα. Τραγούδι και σταθμός στην εποχή του.
Εμείς οι μεγάλης
ηλικίας είναι αδύνατον να μην συγκινηθούμε όταν αντικρίζουμε τα αγαπημένα τζουκ
μποξ που μας διασκέδαζαν είτε στις ταβέρνες είτε στην παραλία με πρώτο και
καλύτερο το Σκανδυναύια.
Θυμάμαι στις ¨Λεμονιές¨
του μπάρμπα Γιάννη Φωστήρα περίμενε ο φίλος μου ο Μήτσος πως και πώς να έρθει η
σειρά του να χορέψει το αγαπημένο του τραγούδι ¨Σ΄ ένα βράχο φαγωμένο¨ με τη
Γιώτα Λύδια. Ήταν κάτι σαν μυσταγωγία. Ήξεραν όλοι και σέβονταν τις επιλογές των
άλλων και δεν σηκώνονταν εύκολα να χορέψουν πέρα από το δικό τους τραγούδι. Ήταν
δε και στενό το μαγαζί και υπήρχε πρόβλημα. Έτυχε να φύγουμε και να μην έρθει η
σειρά του τραγουδιού του Μήτσου και τι κάναμε! Επιστρέφαμε με τα πόδια σπίτι σ΄
ένα δρόμο καρμανιόλα με πυκνές πικροδάφνες που σε ανάγκαζαν να περπατάς αρκετά
μέσα στο δρόμο. Ο Μήτσος καταστεναχωρημένος δεν μπορούσε να το ξεπεράσει.
Του λέει ο Κωτσαρής, θα
στο τραγουδήσουμε εμείς ρε μη στεναχωριέσαι!
Πιάνουμε το τραγούδι ο +Τάκης
Καλογήρου, +Γιάννης Βλάσσης, Κωτσαρής, εγώ και αρχίζει να χορεύει στη μέση του
δρόμου, εκεί κοντά στη Στέρνα. Πέρναγε που και που κανένα αυτοκίνητο κόρναρε,
χαμπάρι ο Μήτσος χόρευε στη μέση του δρόμου.
Δεν ντρεπόσαστε ρε μικρά
παιδιά μεθάτε και δεν ξέρετε τι κάνετε!
Μας λέει ένας, το
θυμάμαι ακόμα. Θα ήμασταν γύρω στα 16,17 το θυμάμαι γιατί με κορόιδευαν. Δεν μπορούσα
να πιω κρασί γιατί είχα μπλέξει με τον αθλητισμό και δεν έπινα. Αυτοί δεν
καταλάβαιναν τίποτα. Το κατέβαζαν σαν νερό…
Στην Αλεξανδρούπολη φαντάροι πάλι πηγαίναμε με το
Γιάννη τον Τζικιτζέλα σε ένα παππού που είχε μια ταβερνούλα και ήταν ο μόνος
που στο τζουκ μποξ του είχε το τραγούδι ¨ένας σκύλος και μια γυναίκα¨. Μια μέρα
ήταν κλειστός και το πρώτο πράγμα που ρωτήσαμε στη ταβέρνα που πήγαμε ήταν αν
έχει το τζουκ μποξ το τραγούδι που θέλαμε. Δεν κοιτάγαμε τι θα φάμε αλλά τι θα
ακούσουμε.
Γιάννη άσε και κανένα
άλλον να βάλει τίποτα άλλο όλο το σκύλο ακούμε, του λέω μια φορά.
Άλλη μία και τέλος, μου
έλεγε. Έτσι και καθυστερούσαν οι άλλοι να βάλουν τραγούδι πάλι το ξανά έβαζε ο
Γιάννης. Καταφέραμε και κάναμε γνωστή την ταβέρνα από αυτό το τραγούδι. Πολλές φορές
όταν πηγαίναμε έπαιζε το τραγούδι μας. Φαίνεται είχε περιέλθει το τραγούδι σε
ευήκοα ώτα. Όταν δίναμε ραντεβού λέγαμε στο σκύλο και τη γυναίκα. Ήξερε και
ήξερα που θα βρεθούμε όταν τυχαίναμε εξοδούχοι.
Μ΄ έφερε κοντά στο μισό
αιώνα ένα μηχάνημα, που ούτε καρδιά έχει ούτε θυμάται πρόσωπα. Μόνο να
μεταφέρει ξέρει τους ύμνους των αγγέλων στη γη. Η εξέλιξη βλέπετε το κατέταξε και αυτό στα γραφικά πράγματα της μοντέρνας ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου